Υπάρχουν δύο νησάκια με την ονομασία Γραμβούσα: η Άγρια και η Ήμερη Γραμβούσα.
Η Άγρια Γραμβούσα είναι έρημη, έχει έκταση 0,825 τετραγωνικά χιλιόμετρα και η πρόσβασή της είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγω των ψηλών βράχων που περιτριγυρίζει όλο το νησί. Το μόνο που υπάρχει σε αυτήν είναι ένας φάρος, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1874 από τη Γαλλική εταιρία Φάρων, ώστε να αποτραπούν τυχόν ατυχήματα διερχομένων πλοίων. Αποτελεί πέρασμα και χώρο ξεκούρασης πληθώρας γλάρων και αποδημητικών πουλιών και έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα προστασίας Natura 2000.
Η Ήμερη Γραμβούσα έχει μια πανέμορφη γραφική παραλία με βότσαλο και βραχώδη πυθμένα, ένα ναυάγιο σε μικρή απόσταση από την ακτή, το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου και το επιβλητικό Ενετικό φρούριο στην κορυφή του λόφου, όπου σώζεται και ο ναός της Θεοτόκου. Το φυσικό τοπίο είναι παρθένο, με πολλούς κάκτους και ποώδεις θάμνους. Εντοπίζονται περισσότερα από 100 είδη πουλιών και 400 είδη φυτών. Η χελώνα Καρέτα-Καρέτα (Caretta-Caretta) επισκέπτεται την ακτή σε αναζήτηση τροφής και η μεσογειακή φώκια Μοναχός (Monachus-Monachus) γεννά σε θαλάσσια παρακείμενα σπήλαια. Όλα τα παραπάνω την καθιστούν έναν υψίστης σημασίας βιότοπο στην Ανατολική Μεσόγειο και γι’ αυτό έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα Natura 2000.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Μέχρι την έλευση των Ενετών, τον 16ο αιώνα, η Γραμβούσα ονομαζόταν Κώρυκος (δηλαδή δερμάτινο ασκί), ονομασία που παραπέμπει στο σακί που ο Αίολος έκλεισε όλους τους ανέμους, εξαιτίας των ισχυρών αέρηδων στην περιοχή. Μετονομάστηκε τον 16ο αιώνα σε Γραμβούσα, από το Βενετσιάνικο «Garabuse», που σημαίνει φυλάκιο ακρωτηρίου.
Η ονομασία Γραμβούσα, εκτός της χερσονήσου, ταυτίζεται και με δύο νησιά στο βορειοδυτικό άκρο του Δήμου Κισσάμου, την Ήμερη και την Άγρια Γραμβούσα, άρρηκτα συνδεδεμένες με την εποχή της Ενετοκρατίας και τη Οθωμανικής κυριαρχίας. Συγκεκριμένα, η Ήμερη Γραμβούσα πρωταγωνίστησε την περίοδο 1579-1584, όταν ο Βενετός καρδινάλιος Latino Orsini έχτισε το φρούριο που υπάρχει έως και σήμερα σε αυτήν, στα πλαίσια των οχυρωματικών αμυντικών έργων του νησιού, εν όψει της επικείμενης τουρκικής απειλής. Επρόκειτο για ένα ακανόνιστο τρίπλευρο ελλειψοειδές φρούριο με τείχη μήκους 272 μέτρων και προμαχώνες ενώ η τέταρτη βόρεια μεριά του δεν έχει χτιστεί, καθώς προστατεύεται φυσικά από τα απόκρημνα φυσικά βράχια. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν γηγενής ασβεστόλιθος και ψαμμίτες και κατασκευάστηκαν επιπλέον στρατώνες, δεξαμενές, διοικητήριο, με απόλυτη προσαρμογή στη διαμόρφωση του εδάφους, εναλλάσσοντας κεκλιμένα λιθόστρωτα επίπεδα σε υψόμετρο 137 μέτρων. Η μοναδική του πρόσβαση γινόταν από την ανατολική πλευρά όπου διαμορφώνεται ένα ελικοειδές μονοπάτι. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της εποχής, το οποίο μετέβαλαν σε απόρθητο φρούριο, από όπου μπορεί ο παρατηρητής του να παρακολουθεί ανενόχλητος το στενό που σχηματίζεται ανάμεσα στη Δυτική Κρήτη και την Πελοπόννησο. Τελικά, το φρούριο παραδόθηκε αμαχητί στους Τούρκους το 1692, όταν αυτοί δωροδόκησαν τον Ενετό φρούραρχο Luca DellaRocca, ο οποίος έζησε την υπόλοιπη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη και άκουγε στο προσωνύμιο «Καπετάν Γραμβούσας». Οι Τούρκοι το οχύρωσαν με 66 κανόνια μεγάλου βεληνεκούς και το κατέστησαν απόρθητο, και κάθε επαναστατική δραστηριότητα των Κρητών ναυάγησε έως το 1825. Κάποια ημέρα, μια ομάδα επαναστατών μεταμφιέστηκαν σε Τούρκους στρατιώτες, εισήλθαν σε αυτό και ανέκτησαν τον έλεγχο, καθιστώντας την Ήμερη Γραμβούσα το πρώτο κομμάτι γης της Κρήτης που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Έτσι, σταδιακά, ήρθαν στο νησί πολλοί Έλληνες επαναστάτες, οργανώθηκαν και σχημάτισαν μία προσωρινή διοίκηση του νησιού, το «Κρητικό Συμβούλιο», του οποίου η σφραγίδα όπως επίσης και η «Σφραγίς της Νήσου Γραμβούσης», σώζονται στην εθνολογική και ιστορική εταιρεία της Ελλάδος. Για κάποια χρόνια ήταν το ορμητήριο για τον κλεφτοπόλεμο και τις νυχτερινές ενέδρες εναντίον των Τούρκων και αποτελούσε το μοναδικό μέρος της Ελλάδας που δεν ήταν σε Τουρκική κατοχή. Έγινε καταφύγιο για περισσότερες από 3000 οικογένειες και έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής Κρήτης. Εξαιτίας όμως των πολύ δύσκολων συνθηκών διαβίωσης και της έλλειψης τροφίμων, συχνά κατέφευγαν στην πειρατεία, κουρσεύοντας ανεξαιρέτως όλα τα πλοία ανάμεσα στη Γραμβούσα και τα Αντικύθηρα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις στην κοινή γνώμη της Ευρώπης και με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1830 περιήλθε στην κατοχή των Τούρκων και ερημώθηκε.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην ιστορία του ναυαγίου που υπάρχει στην ακτή, η οποία εκτυλίχτηκε το Δεκέμβριο του 1967, όταν το σκάφος MotorShip Dimitrios P., απέπλευσε από τη Χαλκίδα με τελικό προορισμό την Αφρική, φορτωμένο με 440 τόνους τσιμέντο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του αναγκάστηκε να αγκυροβολήσει δύο φορές, εξαιτίας δεινών καιρικών φαινομένων, τη δεύτερη 200 μέτρα από την ακτή της Ήμερης Γραμβούσας ρίχνοντας και τις δύο άγκυρες. Έπειτα από δύο ημέρες, κόπηκε η αλυσίδα της μίας άγκυρας και παρά τις προσπάθειες του καπετάνιου να αποτρέψει το μοιραίο, η αριστερή πλευρά του σκάφους προσάραξε και το μηχανοστάσιο πλημμύρισε. Το πλήρωμα εγκατέλειψε το σκάφος και παρέμεινε στο νησί δύο επιπλέον ημέρες μέχρι που τους παρέλαβε ένα αντιτορπιλικό που κατέφθασε για βοήθεια. Το καράβι είναι ακόμη εκεί και το σκαρί του αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό και αναπόσπαστο κομμάτι του νησιού.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαογραφικός είναι ο πολιτισμός που η ίδια του η λέξη ορίζει: ό,τι λέει, πράττει, συνηθίζει σε συλλογικό και κοινωνικό επίπεδο ο λαός ενός τόπου. Οι ρίζες της λαογραφίας της περιοχής της Κισσάμου χάνονται στα βάθη των αιώνων, πηγαίνοντας χιλιετίες πίσω στα χρόνια του Μινωικού Πολιτισμού. ΛΑΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ Η μουσική και το τραγούδι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής των κατοίκων της περιοχής. Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα στην Κίσσαμο είναι το λαούτο και το βιολί, αντί της λύρας άλλων περιοχών. Οι ντόπιοι τα αποκαλούν «ζυγιά» και είναι συνυφασμένα με πολυήμερα γλέντια χαρούμενων γεγονότων όπως οι γάμοι, τα πανηγύρια, οι αρραβώνες, οι βαπτίσεις και άλλα. Έντονη, φυσικά είναι και η χορευτική δραστηριότητα των Kισσαμιτών, οι…
ΚΙΣΣΑΜΙΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Οι κάτοικοι της επαρχίας της Κισσάμου, όπως και όλοι οι Κρητικοί, είναι πατροπαράδοτα γευσιγνώστες και απολαμβάνουν το καλό και ποιοτικό φαγητό. Ο τόπος τους παράγει προϊόντα, αντιπροσωπευτικά και θεμέλια της Μεσογειακής Διατροφής. Η εντόπια κουζίνα είναι κατά βάση αυτόχθονη και ο βασικός κανόνας είναι πως το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται σε κάθε πιάτο με τη ντομάτα και τη ρίγανη να κυριαρχούν επίσης. Οι διατροφικές συνήθειες των σημερινών κατοίκων της περιοχής είναι παραπλήσιες με εκείνες των αρχαίων, δεδομένο που επιβεβαιώνουν επιγραφές σε πινακίδες της Γραμμικής Β΄ αναφορικά με το τυρί, το λάδι, το μέλι, το κρασί, τα βότανα, το κρέας και τα σιτηρά. Τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι η απλότητα, η λιτότητα, η κατανάλωση εντόπιων και εποχιακών προϊόντων, μαγειρεμένα με ευφάνταστες…